χρυσοκεντητής

χρυσοκεντητής
ο, θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα, Ν [χρυσοκεντώ]
κεντητής που ασχολείται με το χρυσοκέντημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκεντητής — ο θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα και χρυσοκεντίστρα αυτός που κεντάει υφάσματα ή φορέματα με χρυσά πετράδια ή νήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντήτρια — και χρυσοκεντήτρα, η, Ν βλ. χρυσοκεντητής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκεντήτρα — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντήτρια — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντίστρα — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”